Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

σε άμιλλα

  • 1 rekabet

    άμιλλα, συναγωνισμός

    Türkçe-Yunanca Sözlük > rekabet

  • 2 соревнование

    соревноваии||е
    с
    1. ἡ ἄμιλλα:
    социалистическое \соревнование ἡ σοσιάλιστική ἄμιλλα· мирное \соревнование двух систем ἡ είρηνική ἄμιλλα τῶν δύο συστημάτων вызывать на \соревнование καλώ σέ ἄμιλλα·
    2. спорт. ὁ ἀγών(ας):
    \соревнованиея по плаванию ἀγώνες κολυμβήσεως.

    Русско-новогреческий словарь > соревнование

  • 3 соревнование

    ουδ.
    1. άμιλλα• συναγωνισμός•

    социалистическое соревнование σοσιαλιστική άμιλλα•

    вызвать на соревнование καλώ σε άμιλλα.

    2. πλθ. -я (αθλτ.) οι αγώνες•

    -я по плаванию κολυμβυ-τικοί αγώνες.

    Большой русско-греческий словарь > соревнование

  • 4 вызвать

    вызвать 1) καλώ, προσκα λώ, φωνάζω \вызватьврача φώναζα το γιατρό· \вызватьтакси καλώ τα ξί· \вызвать по телефону καλώ στο τηλέφωνο 2) (возбудить) διεγείρω, προκαλώ· \вызвать интерес προκαλώ ενδιαφέρον 3): \вызвать на состязание (на соревнование) καλώ σε αγώνα ( σε άμιλλα)
    * * *
    1) καλώ, προσκαλώ, φωνάζω

    вы́звать врача́ — φωνάζω το γιατρό

    вы́звать такси́ — καλώ ταξί

    вы́звать по телефо́ну — καλώ στο τηλέφωνο

    2) ( возбудить) διεγείρω προκαλώ

    вы́звать интере́с — προκαλώ ενδιαφέρον

    3)

    вы́звать на состяза́ние (на соревнова́ние) — καλώ σε αγώνα (σε άμιλλα)

    Русско-греческий словарь > вызвать

  • 5 соревнование

    соревнование с 1) η άμιλλα*
    * * *
    с
    1) η άμιλλα
    2) мн.

    соревнова́ния — спорт. ο αγώνας

    соревнова́ние на ку́бок — ο αγώνας του κυπέλλου

    спорти́вные соревнова́ния — οι αθλητικές αγώνες

    ша́хматные соревнова́ния — ο αγώνας σκακιού

    Русско-греческий словарь > соревнование

  • 6 Contest

    subs.
    P. and V. γών, ὁ, μχη, ἡ, μιλλα, ἡ, V. γωνία, ἡ, παλαῖσμα, τό, ἆθλος, ὁ, δῆρις, ἡ (Æsch.); see Struggle, Argument.
    Gymnastic contest: P. and V. γών, ὁ, μιλλα, ἡ, V. ἆθλος, ὁ.
    ——————
    v. trans.
    Oppose: P. and V. ἐναντιοῦσθαι (dat.), ἀνθίστασθαι (dat.).
    Argue against: P. and V. ἀντιλέγειν (dat.).
    Contest a claim: P. ἀμφισβητεῖν (gen.); see Dispute.
    V. intrans. Be competitor: P. and V. γωνίζεσθαι, μιλλᾶσθαι; see Compete.
    Join in contesting: P. συναγωνίζεσθαι (absol.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Contest

  • 7 включаться

    включ||а́ться
    (присоединяться) προσχωρώ, παίρνω μέρος, συντάσσομαι, ἐνώνομαι, συμπεριλαμβάνομαι:
    \включатьсяаться в соцсоревнование παίρνω μέρος στή σοσιαλιστική ἀμιλλα.

    Русско-новогреческий словарь > включаться

  • 8 вызывать

    вызывать
    несов
    1. καλῶ, φωνάζω/ σηκώνω (ученика):
    \вызывать по телефону καλώ στό τηλέφωνο· \вызывать врача φωνάζω вызывать (или καλῶ) τό γιατρό· \вызывать в суд κλητεύω, καλώ στό δικαστήριο· \вызывать из комнаты φωνάζω ἀπ' τό δωμάτιο·
    2. (на состязание) προσκαλώ, (προ)καλῶ:
    \вызывать на соцсоревнование кого-л. (προσ)καλῶ κάποιον σέ σοσιαλιστική ἀμιλλα·
    3. (возбуждать) προκαλώ, προξενώ:
    \вызывать ссо́ру προκαλώ καυγα· \вызывать отвращение προξενώ ἀηδία, προκαλώ ἀπέχθεια· \вызывать аппетит ἀνοίγω τήν δρεξη, προκαλώ δρεξη· \вызывать подозрения διεγείρω ὑποψίες (или ὑπόνοιες)· \вызывать восторг προκαλώ τό θαυμασμό·
    4. (артистов) καλώ, προσκαλώ, φωνάζω.

    Русско-новогреческий словарь > вызывать

  • 9 конкурс

    конкурс
    м ὁ διαγωνισμός, ἡ ἀμιλλα· ◊ вне \конкурса ἐκτός συναγωνισμοῦ.

    Русско-новогреческий словарь > конкурс

  • 10 разворачивать

    разворачивать
    несов
    1. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω/ ἀνοίγω (раскрывать):
    \разворачивать ковер ξετυλίγω τό χαλί· \разворачивать знамя ξεδιπλώνω τή σημαία· \разворачивать пакет ἀνοίγω τό δέμα-·
    2. перен ἀναπτύσσω, ἐξελίσσω:
    \разворачивать социалистическое соревнование ἀναπτύσσω τήν σοσιαλιστική ἀμιλλα·
    3. воен. (в боевой порядок) ἀναπτύσσω, παρατάσσω:
    \разворачивать колонну παρατάσσω τήν φάλαγγα· \разворачивать войска ἀναπτύσσω στρατεύματα·
    4. (машину и т. ἡ.) σπάζω, χαλ(ν)ῶ, ἀνακατεύω.

    Русско-новогреческий словарь > разворачивать

  • 11 соперничество

    соперни||чество
    с ἡ ἀμιλλα, ὁ ἀνταγωνισμός, ὁ συναγωνισμός.

    Русско-новогреческий словарь > соперничество

  • 12 состязание

    состязан||ие
    с ὁ ἀγώνας, ὁ ἀγών/ ὁ συναγωνισμός (в остроумии, мастерстве и т. п.)Ι ἡ ἄμιλλα (соревнование!):
    \состязание в беге ὁ ἀγώνας δρόμου· \состязаниеня в плавании οἱ κολυμβητικοί ἀγώνες· международные \состязаниеия οἱ διεθνείς ἀγώνες.

    Русско-новогреческий словарь > состязание

  • 13 социалистический

    социалист||и́ческий
    прил σοσιοιλιστικός:
    \социалистическийи́ческое общество ἡ σοσιαλιστική κοινωνία· \социалистическийи́ческий строй τό σοσιαλιστικό καθεστώς· \социалистическийй-ческое соревнование ἡ σοσιαλιστική ἄμιλλα.)

    Русско-новогреческий словарь > социалистический

  • 14 соцсоревнование

    соцсоревнование
    с (социалистическое соревнование) ἡ σοσιαλιστική ἄμιλλα

    Русско-новогреческий словарь > соцсоревнование

  • 15 взапуски

    επίρ.
    μ’ όλες τις δυνάμεις, παντί σθένει (στο τρέξιμο). || με άμιλλα, αμιλλόμενος.

    Большой русско-греческий словарь > взапуски

  • 16 вызвать

    -зову, -зовешь, ρ.σ.μ.
    1. καλώ, φωνάζω•

    вызвать из дому φωνάζω να βγει από το σπίτι•

    вызвать в суд κλητεύω.

    || (ξανα)βγάζω στη σκηνή•

    -ли певца аплодисментами με τα χειροκροτήματα έβγαλαν τον τραγουδιστή στη σκηνή.

    2. καλώ•

    вызвать на соревнование καλώ σέ άμιλλα.

    3. προκαλώ, προξενώ•

    вызвать радость προξενώ χαρά. -насмешки προξενώ τα γέλια•

    вызвать гнев προκαλώ την οργή•

    вызвать аппетит ανοίγω την όρεξη•

    вызвать подозрение εγείρω υποψίες•

    вызвать в память ανακαλώ στη μνήμη•

    вызвать замешательство προξενώ σύγχυση.

    || σηκώνω•

    учитель -ал ученика к доске ο δάσκαλος σήκωσε το μαθητή στον πίνακα•

    это может вызвать взрыв αυτό μπορεί να, προξενήσει έκρηξη.

    καλούμαι• προσφέρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вызвать

  • 17 вызов

    α.
    1. νιλήση, φώνασμα• πρόσκληση, κάλεσμα•

    вызов врача на дом κάλεσμα του γιατρού στο σπίτι.

    || ανάκληση στη σκηνή (ηθοποιού,1 τραγουδιστή).
    2. κλήση (δικαστική)•

    получать вызов в суд παίρνω δικαστική κλήση•

    вызов свидетелей κλήση μαρτύρων, κάλεσμα, πρόταση συμμετοχής•

    вызов на соревнование κάλεσμα σε άμιλλα.

    || κάλεσμα σε μονομαχία•

    бросить перчатку в знак -а πετώ το γάντι σε ένδειξη πρόκλησης σε μονομαχία.

    || περιφρόνηση•

    вызов советской общественности πρόκληση κατά του σοβιετικού κοινού•

    вызов здравому смыслу πρόκληση στην κοινή λογική.

    Большой русско-греческий словарь > вызов

  • 18 конкурс

    α.
    1. διαγωνισμός• άμιλλα.
    2. παλ. σύνοδος πιστωτών.
    εκφρ.
    вне -а – ασυναγώνιστος.

    Большой русско-греческий словарь > конкурс

  • 19 лицо

    -а, πλθ. лица ουδ.
    1. πρόσωπο•

    черты -а τα χαρακτηριστικά του προσώπου•

    круглое лицо στρογγυλό πρόσωπο•

    угрюмое лицо σκυθρωπό πρόσωπο•

    раскрасневшееся лицо κατακόκκινο πρόσωπο•

    выражение -а έκφραση του προσώπου.

    2. μτφ. μορφή ατομική, ιδιότητα•

    профессиональное лицо работника η επαγγελματική μορφή του εργατούπαλλήλου.

    3. άτομο, άνθρωπος•

    соревнование между -ами άμιλλα μεταξύ ατόμων•

    историческое лицо ιστορικό πρόσωπο•

    официальное лицо επίσημο πρόσωπο.

    || φυσιογνωμία•

    романическое лицо ρωμαντική φυσιογνωμία.

    4. η όρθα (υφάσματος), η καλή μεριά ή όψη•

    гладить материю с -а σιδερώνω το ύφασμα από την όρθα.

    || πρόσοψη κτιρίου.
    5. (γραμμ.) το πρόσωπο•

    глагол в форме третьего -а ρήμα τρίτου προσώπου.

    εκφρ.
    в лицо (говорить, бранить) – κατά πρόσωπο (κατάμουτρα) λέγω, βρίζω•
    в - – στο πρόσωπο•
    от -а – εξ ονόματος, από μέρους•
    перед -ом – μπροστά, ενώπιον•
    - ом к – με το πρόσωπο (εστραμμένο) προς•
    - ом к -у – ο ένας απέναντι στον άλλον (αντίκρυ)•
    юридическое лицо – νομικό πρόσωπο (για ίδρυμα, οργάνωση κλπ.)• на одно лицо το ίδιο, πανομοιότυπο•
    - а (живого) нет – κατάχλωμος, σαν νεκρός•
    повернуться ή встать -ом к – κάνω (δίνω) το παν για τη λύση ενός ζητήματος•
    показать товар с -а – δείχνω το εμπόρευμα από την καλή όψη•
    - ом в грязь не ударить – βγαίνω καθαρός (χωρίς γάνες ή μουτζούρες)•
    знать в лицо кого – γνωρίζω κάποιον εξ όψεως ή από τη φυσιογνωμία•
    смотреть ή глядеть в лицо чему – αντιμετωπίζω τι θαρραλέα, άφοβα•
    к -у – ταιριάζει, πηγαίνει•
    не к -у – δεν ταιριάζει, δεν πηγαίνει•
    с каким -ом явиться ή показаться – με τί πρόσωπο (μούτρα) να βγω, να εμφανιστώ•
    не взирая на -а – αδιακρίτως προσώπων•
    в лицо опасности – μπροστά στον κίνδυνο•
    он показал своё настоящее лицо – αυτός έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο•
    главное действующее лицо – ο πρωταγωνιστής•
    важное лицо – σοβαρό πρόσωπο•
    сделать кислое лицо – ξινίζομαΐι, μορφάζω.

    Большой русско-греческий словарь > лицо

  • 20 место

    -а, πλθ. места, мест ουδ.
    1. τόπος, μέρος• χώρος•

    рабочее место τόπος της δουλειάς•

    общественное место δημόσιος χώρος•

    место назначения τόπος προσδιορισμού•

    место рождения τόπος γένησης•

    глухое место έρημο (απόκεντρο) μέρος•

    прибыть на место φτάνω στο μέρος.

    2. θέση•

    уступить место παραχωρώ τη θέση•

    положить на место βάζω στη θέση.

    || θέση υπηρεσιακή•

    быть без -а είμαι χωρίς θέση.

    3. περικοπή, περίοδος, χωρίο.
    4.πλθ. επαρχία, ύπαιθρος• περιφέρεια.
    5. βαθμίδα•

    занимать первое место в соревновании παίρνω την πρώτη θέση στην άμιλλα.

    6. αντικείμενο, πράγμα αποσκευών.
    εκφρ.
    место заключения – τόπος εγκάθειρξης, φυλακή•
    к -у ή у -а – πάνω στην ώρα, στον κατάλληλο χρόνο ή στιγμή•
    не к -у ή не у -а – σε ακατάλληλη ώρα σε ακατάλληλο τόπο και χρόνο•
    на своём -е – στη θέση του (όπου μπορεί να αποδόσει περισσότερο)•
    на -е преступления – στον τόπο του εγκλήματος, επ αυτοφόρω, στα πράσα•
    на -е кого – στη θέση κάποιου•
    на -е уложить (положить, убить) φονεύω επι τόπου•
    поставить на (своё) место кого ή указать место кому – βάζω κάποιον στη θέση του (επιτ ιμώ παρεκτρεπό-μενο)•
    сердце (душа) не на -е – σπάραξε η καρδιά (από φόβο)•
    не находить (себе) -а – δε με χωρά ο τόπος (ανησυχώ υπερβολικά)•
    с -а (брать, взять) – αμέσως, χωρίς καθυστέρηση•
    ни с -а – α) ούτε ρούπι, καθόλου μην (το κουνήσεις), β) μτφ. σημειωτό βήμα, στάσιμος•
    по -ам! – (παράγγελμα) στις θέσεις σας!•
    - а общего пользования – μέρη κοινής χρήσης (κουζίνα, αφοδευτήρια κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > место

См. также в других словарях:

  • ἁμίλλα — ἁμίλλᾱ , ἅμιλλα contest for superiority fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅμιλλα — contest for superiority fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμιλλα — η (Α ἅμιλλα) 1. αγώνας για την υπεροχή, προσπάθεια δύο ή περισσοτέρων για υπερτέρηση, συναγωνισμός, ανταγωνισμός 2. αμοιβαίος ζήλος, αγώνας, προσπάθεια αρχ. 1. (με επίθ.) «ἅμιλλα φιλόπλουτος, πολύτεκνος» αγώνας για πλούτη, για παιδιά 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • άμιλλα — η συναγωνισμός, προσπάθεια: Στους αγώνες επικράτησε πνεύμα ευγενικής άμιλλας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁμιλλᾷ — ἁμιλλάομαι compete pres subj mp 2nd sg ἁμιλλάομαι compete pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμίλλας — ἁμίλλᾱς , ἅμιλλα contest for superiority fem acc pl ἁμίλλᾱς , ἅμιλλα contest for superiority fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅμιλλ' — ἅμιλλα , ἅμιλλα contest for superiority fem nom/voc sg ἅμιλλαι , ἅμιλλα contest for superiority fem nom/voc pl ἅμιλλε , ἅμιλλος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμιλλᾶι — ἁμιλλᾷ , ἁμιλλάομαι compete pres subj mp 2nd sg ἁμιλλᾷ , ἁμιλλάομαι compete pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμιλλάσθων — ἁμιλλά̱σθων , ἁμιλλάομαι compete pres imperat mp 3rd pl ἁμιλλά̱σθων , ἁμιλλάομαι compete pres imperat mp 3rd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμίλλαι — ἁμίλλᾱͅ , ἅμιλλα contest for superiority fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμιλλαθῶ — ἁμιλλᾱθῶ , ἁμιλλάομαι compete aor subj mp 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»